Λισαβόνα

Λισαβόνα
η
η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λισαβόνα — (Lisboa). Πόλη (556.797 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, καθώς και του ομώνυμου νομού (2.761 τ. χλμ., 1.878.006 κάτ. το 2000). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Τάγου, εκεί όπου στενεύει, αφού έχει σχηματίσει μια μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος της Πάντοβα — (Λισαβόνα περ. 1195 – Αρτσέλ, Πάντοβα 1231).Φραγκισκανός Πατέρας και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Φερνάντο. Σπούδασε θεολογία και ύστερα από εννέα χρόνια, μοναχός πλέον, υιοθέτησε το όνομα Α. και έφυγε για το Μαρόκο (1220) …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμα, Βάσκο ντα- — (Vasco da Gama, Σίνες, Μπάιχο Αλεντέζο 1469; – Κοτσίν, Ινδία 1524). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά από νεαρή ηλικία ακολούθησε σταδιοδρομία ναυτικού. Πήρε μέρος σε μερικές πορτογαλικές εξερευνητικές αποστολές κατά …   Dictionary of Greek

  • Καμόενς, Λουίς Βαζ ντε- — (Luis Vaz de Camoês Camoëns, Λισαβόνα 1524; – 1580). Πορτογάλος ποιητής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος των λουζιτανικών γραμμάτων και, υπό αυτή την έννοια, ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας. Οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Κ. δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μανουέλ — (Manuel). Όνομα δύο βασιλιάδων της Πορτογαλίας. 1. Μ. Α’ ο Τυχερός (Αλκουτέτσε 1469 – Λισαβόνα 1521). Βασιλιάς της Πορτογαλίας (1495 1521). Ήταν δισέγγονος του Ιωάννη Α’ (1357 1433). Διαδέχτηκε τον εξάδελφό του Ιωάννη Β’ (1481 1495), ο οποίος του …   Dictionary of Greek

  • μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”